- γάριασμα
- το [γαριάζω]το λέρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάριασμα — το 1. κιτρίνισμα των ρούχων από κακό πλύσιμο. 2. το λίγδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)